- καλλικάρπου
- καλλίκαρποςrich in fine fruitmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλλίκαρπος — (Callicarpa). Δέντρο ή θάμνος της οικογένειας των βερβερινιδών που ευδοκιμεί στην Ασία, στην Αφρική και στην Αυστραλία. Ονομάζεται και καλλίκαρπο. Περιλαμβάνει 35 είδη –πολλά από τα οποία καλλιεργούνται σε ευρωπαϊκά θερμοκήπια– με φυλλοβόλα φυτά … Dictionary of Greek
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek